- εξεθίζομαι
- ἐξεθίζομαι (Α) [εθίζομαι]συνηθίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξεθιζομένης — ἐξεθίζομαι to be habituated pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεθιζόμενοι — ἐξεθίζομαι to be habituated pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεθισθείς — ἐξεθίζομαι to be habituated aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξεθισμός — ἐξεθισμός, ο (Α) [εξεθίζομαι] αλλαγή συνήθειας … Dictionary of Greek